επωκής

επωκής
ἐπωκής, -ές (Α)
ο κάπως ξινός («φακῆ ἑφθὴ ἐπωκεστέρη τῷ ὄξει», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ωκής (< ηκή «οξύτητα, αιχμηρότητα»), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα τής ρίζας ηκ-].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπωκεστέρη — ἐπωκής somewhat sharp fem nom/voc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωκεστέρην — ἐπωκής somewhat sharp fem acc comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπωκεστέρῃ — ἐπωκής somewhat sharp fem dat comp sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επωκύνω — ἐπωκύνω (Α) [επωκής] καθιστώ κάτι οξύτερο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”